έμπυασμα

έμπυασμα
έμπυασμα, το και όμπυασμα, το, -ατος
ο σχηματισμός πύου σε πληγή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έμπυασμα — και όμπυασμα, το εμπύηση …   Dictionary of Greek

  • όμπυασμα — το βλ. έμπυασμα …   Dictionary of Greek

  • εμπύηση — η έμπυασμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όμπυασμα — το, ατος και έμπυασμα, το σχηματισμός, εμφάνιση πύου: Το όμπυασμα της πληγής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”